- Παλλάδος
- Παλλάςcoin bearing the head of Pallasfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Proclus (mosaicist) — Proclus or Proklos ( el. Πρόκλος) is the name of one of the eminent artists in mosaic who flourished in the Augustan Age.His name occurs on two inscriptions found at Perinthus. From one of these we learn that he adorned the temple of Fortuna in… … Wikipedia
MINERVA — I. MINERVA sapientiae, et bonarum omnium artium dea, ex Iovis cerebro sine matre procreata: Quô commentô significare voluerunt Poetae, bonarum artium disciplinas, humani ingenii non esse inventum, sed ex Iovis cerebro, h. e. inexhausto divinae… … Hofmann J. Lexicon universale
ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] … Dictionary of Greek
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
κυάναιγις — κυάναιγις, ίδος, ἡ (Α) (επίθ. τής Παλλάδος) αυτή που φέρει φοβερή ασπίδα, κυανόχρωμη αιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αἰγίς (πρβλ. μελάν αιγις, πολέμ αιγις)] … Dictionary of Greek
ναύπορος — ναύπορος, ον (Α) (για λίμνες και ποτάμια) αυτός τον οποίο μπορεί να διέλθει κανείς με πλοίο, ο πλωτός («κέλσας ἐπ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. τηλέ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει … Dictionary of Greek
πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα … Dictionary of Greek
παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… … Dictionary of Greek